Ξέρεις πατέρα, μέχρι να υπηρετήσω τη στρατιωτική μου θητεία δεν καταλάβαινα γιατί έλειπες τόσο συχνά. Μετά κατάλαβα πόσο τεράστιος είσαι. Μια ζωή στην πρώτη γραμμή με τους συναδέλφους και τους ναύτες που αγαπούσες, για να φτιάξεις ένα δυνατό Ναυτικό που να μπορεί να υπερασπιστεί την πατρίδα μας. Μετά βίας σου έβγαζα καμιά κουβέντα για την κατάσταση που επικρατούσε, αλλά απ’ όσα μου έλεγες ήταν διάχυτη η πικρία σου για την αδιαφορία των ανωτέρων να εξοπλίσουν το Ναυτικό μας. «Δεν μπορώ να εκτελέσω την αποστολή μου», έλεγες, γιατί ήξερες πολύ καλά πως «έχομεν Γην και Πατρίδαν, όταν έχομεν πλοία εις την θάλασσαν». Γι’ αυτό πάλευες, αλλά έβρισκες πόρτες κλειστές. Ωστόσο, αυτή σου την απογοήτευση προσπαθούσες να μην τη μεταφέρεις στο σπίτι και την οικογένειά σου. Μπορεί πολλοί να νόμιζαν ότι ήσουν και μαζί μας αυστηρός, όπως με τη δουλειά σου. Ουδέν αναληθέστερον. Εξάλλου, αν καμιά φορά θύμωνες και φώναζες σ’ εμάς, τα γλυκόλογα και τα πειράγματα της γυναίκας και των παιδιών σου σε ηρεμούσαν αυτοστιγμεί, ίσως και λίγο αργότερα αν ήσουν πολύ θυμωμένος.
Πολλοί μου λένε να είμαι περήφανος για τον πατέρα μου γιατί είναι ήρωας.