ΝΟΕΛ ΜΠΑΞΕΡ - χρονογραφήματα


Ουδέν κρυπτόν στη λάθος χώρα του ήλιου

8 Αυγούστου 2012


Ξεκίνησε από ένα ουράνιο σώμα πολύ φωτεινό, αυτό που ζωγραφίζουν τα παιδάκια κίτρινο και στρογγυλό, του βάζουν μάλιστα κι ένα μεγάλο χαμόγελο. Ξεκίνησε χαρούμενη όπως όλες οι ακτίνες του ήλιου νομίζοντας πως παντού ο κόσμος είναι το ίδιο φωτεινός. Ήταν μια ηλιαχτίδα με τα μυαλά φουσκωμένα από τόνους γνώσεις μια που ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιον, δικαιολογημένα περήφανη που ο γεννήτορας-άστρο της λατρεύτηκε από πολλούς λαούς και σε διαφορετικές λαλιές σε έναν μακρινό πλανήτη, μπορεί και σε άλλους. Γοητευμένη που προερχόταν από έναν θεό ξεκίνησε κι αυτή το δρόμο της. Όπως όλες οι προηγούμενες ακτίνες και, ίσως, και οι μελλοντικές.


Πήρε το δρόμο της μοίρας μιας ηλιαχτίδας.


Στο μακρύ ταξίδι της στο διάστημα είχε όλο τον χρόνο να τα σκεφθεί αυτά. Φοβόταν το σκοτάδι κι έτρεχε. Περνούσε ξυστά από πλανήτες που δεν είχαν φανερή ζωή, τουρτουρίζοντας από την αποφορά της γύμνιας τους. Ούτε στον Ερμή μα ούτε στην Αφροδίτη, που έστω λόγω ονόματος κάτι καλύτερο ήλπιζε να βρει εκεί, είδε την χλιδή που ήθελε για εκείνη, έναν πλανήτη με θερμές σάρκες και όντα με βλέμματα που πετάνε σπαθιά όταν δεν πετάνε φλόγες. Περνούσε απ’ έξω από ουράνια σώματα που δεν νιώσανε τα καημένα ποτέ το σκίρτημα του έρωτα, ψάχνοντας για έναν πλανήτη με ζωή, προσέχοντας να μην πέσει πάνω σε κομήτες, δορυφόρους και διαστημικά σκουπίδια και ξοδευτεί μια ηλιαχτίδα.


Κοντεύοντας στη Γη μας, αμφιταλαντεύτηκε πάνω από την Σελήνη. Την τράβηξε η σκοτεινή πλευρά της. Λυπήθηκε για το σβησμένο φως της, είπε. Όμως και αυτή η ηλιαχτίδα την προσπέρασε, το πρόδωσε το φεγγάρι μας, την τράβηξε παρακάτω ο μπλε πλανήτης με τα ωραία σχέδια της στεριάς. Από ψηλά είδε τις ηπείρους σαν μούντζες. Τη διασκέδασε αυτός ο προκλητικός μικρός πλανήτης που έχει το θράσος να μουντζώνει το σύμπαν.


Ένιωσε ή έλπισε πως εκεί ανήκει.


Κι έτρεξε κατά κει.


Έκλεισε τα μάτια για να μη χαλάσει περνώντας μέσα από τα πέντε στρώματα της ατμόσφαιρας της γης, τα πέντε πέπλα της, και, σαν κοντοζύγωσε στην επιφάνεια του πλανήτη μας με ένα κύμα σιωπής αφού είχε αφήσει τον ήχο της πολλά έτη φωτός πίσω και κουβαλούσε την σιγή της αβύσσου, το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να γελάσει. Γέλασε όταν άκουσε από μια ανοιχτή τηλεόραση τους επιστήμονες να μιλάνε γι’ αυτήν πως προκαλεί βλάβες, καρκίνους στο δέρμα και ωχρές κηλίδες, ενώ αυτή ήταν μια ταξιδιώτισσα από τον ήλιο που ήρθε για να ζεστάνει τον κόσμο.


Έπεσε σε μια χώρα που φημίζεται για τον ήλιο της λες και είναι δικός της! Με πολλά νησιά, σκορπισμένα εδώ κι εκεί σαν σκόρπια γη μαζεμένη στη μια άκρη της λεκάνης με θάλασσα της Μεσογείου. Μικρά, ταπεινά νησιά που δεν ξεχνάνε πως, και αν ακόμα κάποτε υπήρξαν γη, πλέον δεν ανήκουν στην στεριά. Έχουν συνείδηση πως είναι διαλείμματα της θάλασσας. Και μάλιστα ξερά. Άνυδρα.


Δεν της έλαχε νησί αλλά η μεγάλη πόλη. Έπρεπε κάπου να καρφωθεί για να έχει λήξει το ταξίδι της. Άξιζε και σε αυτή την ακτίνα ένας προορισμός. Το δειλινό θα τερμάτιζε η ζωή της, ήτανε μοιραίο. Το αίμα της δύσης πάνω στην κορυφογραμμή θα σήμαινε μια νέα νεκρή ηλιαχτίδα. Δεν ήθελε να αλλάξει η μοίρα της, ζητούσε μόνο έναν ευγενή σκοπό. Να καταλήξει σε κάποιον προορισμό με ευγένεια και με ένα ωραίο θέαμα να κυλήσει στον ορίζοντα, στο χωνευτήρι των ηλιαχτίδων και χωνί του παρελθόντος. Αντί αυτού, του όμορφου θεάματος, με τρόμο είδε η ηλιαχτίδα να πλησιάζει επικίνδυνα ένας άστεγος ξαπλωμένος σε πεζοδρόμιο, ύστερα ένας επαίτης έξω από την τρύπα του μετρό, και στην συνέχεια μια συμπλοκή με σπαθιά και φλόγες δίπλα στο κενοτάφιο κάποιου άγνωστου στρατιώτη. Ένα αδέσποτο κουτσό σκυλί διψούσε για σκιά, ανθρώπινο χάδι και νερό, με τούτη την σειρά, πιο κει ένα παιδάκι έτρεχε ξεβράκωτο σε ένα βρώμικο σοκάκι και μια μαύρη γυναίκα άπλωνε την πολύχρωμη μπουγάδα της κι ένα πλυμμένο λούτρινο αρκουδάκι σε έναν σχεδόν ανήλιο ακάλυπτο πολυκατοικίας, τόσο ανήλιο που απόρησε η ακτίνα που κόμιζε το φως και τη ζέστα ποιος ήλιος θα τα στεγνώσει.


Λίγα μέτρα πιο πέρα είδε ένα γέροντα σε κάποιο παγκάκι να κλαίει με αξιοπρέπεια κρυμμένος πίσω από μια κυριακάτικη εφημερίδα που είχαν κιτρινίσει ο χρόνος και τα ψέματα, σε ένα πάρκο με σπασμένες κούνιες και ξεχαρβαλωμένες τραμπάλες που δεν είχε ψυχή. Γύρω του ροζ σελίδες ταξίδευαν στον άχρωμο ουρανό μιλώντας για λεφτά και μία Κρίση που δεν καταλάβαινε η απόγονος του ήλιου, μπλε σελίδες πετούσαν στον αέρα με τα διαμερίσματα νιόπαντρων ζευγαριών κι ένα κάρο χαμένα όνειρα, ενώ λευκές σελίδες με μαύρα νέα ποδοπατούσαν άνεργοι περαστικοί.


Στη χώρα του ήλιου βρήκε ελάχιστη χαρά και πουθενά ελπίδα. Σκλήρυνε η ηλιαχτίδα από αυτά που είδε και γιατί ήταν πια μεσημέρι, και προσγειώθηκε σε ένα μπαλκόνι, δίπλα σε μια γυναίκα με μαγιό που έγραφε στο λαπτόπ της αυτό το κείμενο. Δεν χρειάστηκε να προσπαθήσει για να δει τι έγραφε η γυναίκα. Το είχε όλο μπροστά της, καθώς ως ηλιαχτίδα αποτελούσε το φως, κι επίσης το είχε ζήσει. Το δικό της ταξίδι περιέγραφε το κείμενο. Τα χέρια της γυναίκας έτρεχαν στο πληκτρολόγιο και η ηλιαχτίδα τα άγγιξε με περιέργεια να δει αν καίνε. Τότε η γυναίκα σταμάτησε απότομα το γράψιμο και σήκωσε το κεφάλι της. Η κόρη του θεού Ήλιου ένιωσε ντροπή καθώς δεν είδε στα μάτια της γυναίκας αυτά που περίμενε, ούτε τα σπαθιά ούτε τις φλόγες, παρά μόνο δάκρυα.


«Πότε επιτέλους θα νιώσω ξανά χαρούμενη;», μονολόγησε η γυναίκα στο μπαλκόνι.


Όταν η ηλιαχτίδα τελείωνε το ταξίδι της, δυο δάκρυα ξεκινούσαν το δικό τους ταξίδι να βρέξουν τον κόσμο.
Νοέλ Μπάξερ
(Από το ηλεκτρον. περιοδικό Ως3

**********
Θεατρικό σποτ

1η Απριλίου 2012


Ο νεαρός άντρας κατέβηκε από την ράμπα για τα φορτηγά και μπήκε στη μεγάλη υποφωτισμένη αίθουσα. Τον προϋπάντησε η γύμνια του χώρου. Η αίθουσα είχε το μπετόν της, το τσιμέντο της και τίποτα άλλο. Μόνο σε μια άκρη είδε συγκεντρωμένες κάτι ξεχαρβαλωμένες πολυθρόνες και μερικούς καναπέδες με πεταμένες έξω τις σούστες τους. Νεκροταφείο βελούδινων καναπέδων από αστικά σαλονάκια τού ήρθε στο μυαλό, θυμήθηκε τη γιαγιά του και μελαγχόλησε. Δεν πέρασε καθόλου από το νου του αυτό που ήταν στην πραγματικότητα, ένα νοσοκομείο γερασμένων καναπέδων. Στον χώρο αυτό, που απόψε στα κρυφά τον χρησιμοποιούσαν για να γυρίσουν το ερασιτεχνικό ταινιάκι τους, κάποιος φρόντιζε με αγάπη παλιά έπιπλα.

Γι’ αυτήν την αποτρόπαιη γύμνια της επιλέχθηκε η αίθουσα, ως ιδανικό ντεκόρ για να λεχθούν γυμνές αλήθειες. Έτσι κακοφωτισμένη, ταίριαζε επίσης στην μαύρη ψυχική διάθεση του σκηνοθέτη και στους μισοσκότεινους σκοπούς του.

Ο άντρας προχώρησε στο βάθος της αίθουσας, χαιρέτησε το κινηματογραφικό συνεργείο μαγκωμένος και άρχισε να βγάζει τα ρούχα του. Κανείς δεν τον σταμάτησε. Έμεινε τσίτσιδος, πιο γυμνός κι από την αίθουσα (αυτή είχε τουλάχιστον τους καναπέδες της).

«Αλείψτε τον με λάδι!» παρήγγειλε ο σκηνοθέτης. «Τον θέλω να γυαλίζει σαν να έχει τρέξει χιλιόμετρα».

Έτσι είπε και μια κοπέλα που έκανε χρέη μακιγιέρ προσέτρεξε με ένα μπουκάλι ελαιόλαδο. Ξεκίνησε να απλώνει το λάδι στο σώμα του γυμνού νέου σαν να του βάζει αντιηλιακό.

«Και το πουλί;», ρώτησε. Χαχάνισε, το βρήκε αστείο.

«Και το πουλί!» της απάντησε ο σκηνοθέτης. «Θες στην ταινία να βγει θαμπό;»

Η κοπέλα ξαναχαχάνισε.

«Άσε, θα το αναλάβω εγώ» προθυμοποιήθηκε κάποιος από το κινηματογραφικό συνεργείο και πήγε να της πάρει το λάδι από το χέρι.

«Δεν είσαι καλά!» τον έκοψε η κοπέλα και χαχάνισε για τρίτη φορά. «Ένα καπάκι λάδι αρκεί», συνέχισε. «Σιγά το πουλί!»

«Αν ξαναμιλήσουν, να πετάξει κάποιος και τους δυο έξω!» φώναξε μαινόμενος ο σκηνοθέτης. «Δεν θα μου το χαλάσουν αυτοί.»



Λαδωμένος, στεκόταν όρθιος και περίμενε. Όλη αυτή την ώρα, οι άλλοι είχαν στήσει στον χώρο ένα μαύρο ορθογώνιο πλαίσιο και τώρα στερέωναν με πινέζες, μέσα στο πλαίσιο, ένα μεγάλο κομμάτι χαρτί που έδειχνε την ελληνική Βουλή, μια εικόνα παρμένη από την τηλεόραση.

«Λοιπόν, κοίτα!», τον πλησίασε κι άρχισε να του εξηγεί ο σκηνοθέτης. «Να σου πω τι πάμε να κάνουμε. Αυτό το μαύρο πλαίσιο που βλέπεις, είναι, πες, το περίγραμμα μιας τηλεόρασης. Η τηλεόραση θα δείχνει τάχα μου το ελληνικό Κοινοβούλιο σε συνεδρίαση. Εν ώρα δράσης, τρομάρα μας! Εμείς υποτίθεται είμαστε οι θεατές, το τηλεοπτικό κοινό, και παρακολουθούμε στους δέκτες μας το σήριαλ της Κρίσης. Τι μας κόβουν, τι μας παίρνουν, τι δεν μας δίνουν… Τα βλέπουμε απαθείς γιατί βαρεθήκαμε να βογκάμε. Τρώμε τα σποράκια μας και διασκεδάζουμε με τα χάλια μας.

>Και τότε, Λάκη, Σάκη, Μάκη, Τάκη, …πώς σε είπαμε;»

«Σάκης!»

«Α γεια σου. Σάκης. Και τότε, Λάκη, να τι πετιέται, να τι πετιέται, θα πεταχτείς εσύ μέσα από την οθόνη, παλικάρι μου, και θα λευτερωθείς! Θα ελευθερώσουμε τον Έλληνα! Καλό; Θα κάνεις έτσι με την γροθιά σου, χρατς θα σκίσεις την Βουλή, την Κρίση κι όλους τους παπάρες, θα βγεις έξω και θα αρχίσεις να τρέχεις!»

«Θα τρέχω και θα πάω πού;»

«Κάτσε ντε, θα σου τα πω όλα. Πετιέσαι λοιπόν μέσα από την τηλεόραση κι αρχίζεις να τρέχεις. Τώρα πρόσεξε! Δεν σε θέλω να τρέχεις σαν γυναικούλα ούτε σαν να καίγεσαι. Μπορείς να μου τρέχεις σαν αρχαίος δρομέας; Ε, Τάκη; Σαν αρχαίος δρομέας! Έτσι σε θέλω!

>Κοίτα εδώ τι σου έχω. Μια φωτογραφία από βιβλίο αρχαιολογίας. Δες! Ο Δισκοβόλος του Μύρωνα. 450 πΧ. Βρίσκεται στο Μουσείο της Ρώμης, όλοι οι ξένοι τον ξέρουν. Ωραίος; Ωραίος! Κλαίνε οι γριές τουρίστριες μπροστά του! Ολοφύρονται! Έτσι σε θέλω να είσαι όταν θα πεταχτείς ελεύθερος. Πλάτη με γράμμωση, γλουτοί σφιχτοί, …τετράσφιχτοι, αν υπάρχει τέτοιο πράγμα το θέλω! Δες και τις γάμπες του Μύρωνα! Τις γάμπες σου θέλω να μου τις σφίξεις κι εσύ έτσι. Να φαίνονται δυο μεγάλοι κόμποι όπως στο άγαλμα, …για κάν’ το, φίλε Μάκη, να το δω.»

Ο νέος πήρε πόζες μπόντι μπίλντινγκ, μιμούμενος τον Δισκοβόλο.

«Ωραία, λίγες προβίτσες θες και θα μου το βγάλεις», σχολίασε ο σκηνοθέτης ικανοποιημένος.

«Και γιατί πρέπει να δείχνω σαν τον αρχαίο;» αναρωτήθηκε ο γυμνός άντρας.

«Αντιλαβού μηδέν, μου φαίνεται», αναστέναξε ο σκηνοθέτης. «Άκου τι ρωτάς. ...Και το ρωτάς; Σάκη, άνοιξε τα μάτια σου!», διαμαρτυρήθηκε κι άρχισε να τραβάει δραματικά την μπλούζα του και να την ξεχειλώνει. «Ρε Μυρσίνη», γύρισε προς την μακιγιέρ και φώναξε, «τον φλόμωσες στο λάδι και χάζεψε!»

Αναστέναξε και γύρισε ξανά στον γυμνό άντρα. Έβαλε το χέρι του στον ώμο του και μόλις συνειδητοποίησε ότι λερώθηκε από το λάδι, τράβηξε το χέρι του απότομα και το σκούπισε στο μπατζάκι του παντελονιού του λέγοντας:

«Να σου πω γιατί. Οι Γερμανοί θυμάσαι που έβαλαν εξώφυλλο στο περιοδικό το άγαλμα της Αφροδίτης, την Αφροδίτη την κουλή, να μας κάνει χειρονομίες; Εμείς τους απαντάμε με τον Δισκοβόλο!»

«Θα τρέξω και μετά θα κάνω κι εγώ την γνωστή χειρονομία;», ο άντρας προσπάθησε να προλάβει τον σκηνοθέτη.

«Όχι, αγόρι μου. Καμιά χειρονομία εμείς. Εσύ θα κάνεις κάτι χειρότερο. …Θα σκεφτείς!!!!»

Με αυτό, ο σκηνοθέτης εμφάνισε από την εσωτερική τσέπη του σακακιού του μια δεύτερη διπλωμένη σελίδα.

«Φωτοτυπία από άλλο μεγάλο βιβλίο αυτή. «Ο σκεπτόμενος» του Γάλλου γλύπτη Ροντέν. 1880. Δες το άγαλμα και θαύμασε. Μπράβο! Πήγαινε τώρα στην άκρη και αποτύπωσε την στάση του και την έκφρασή του. Γιατί έτσι θα τελειώσει το σποτ μας. Με «κάδρο» σε σένα, τον Νέο Έλληνα, ως ο Σκεπτόμενος του Ροντέν. Αυτή, Μάκη μου, θα είναι η απάντησή μας στους έξω: Η σκέψη.

>Ο Λόγος.

>Ό,τι είχαμε, έχουμε και θα έχουμε, δηλαδή. Αρχαία παράδοση και τα γνωστά. Μωρέ και τα βρακιά να μας πάρουν, την Σκέψη δεν θα μπορέσουν να μας την αφαιρέσουν. Πήγαινε τώρα στην ακρούλα και ξεκίνα να προβάρεις την στάση του Σκεπτόμενου γιατί σε θέλω καρα-Σκεπτόμενο.»

Ο σκηνοθέτης γέλασε και του παρέδωσε την φωτογραφία του αγάλματος.

«Κι όσο εσύ θα κάνεις αυτό», συνέχισε, «οι υπόλοιποι εν τω μεταξύ θα σου ετοιμάσουμε το ντεκόρ. Δεν θα έχουμε τον Σκεφτόμενό μας να τρέχει στα τσιμέντα ούτε να σκέφτεται χαμέ. Στα βελούδα θα τον έχουμε, όπως του αξίζει! Θα φτιάξουμε έναν μακρύ διάδρομο, μια γέφυρα πες το καλύτερα, με τους παλιούς βελουδένιους καναπέδες από τα σαλόνια της αντιπαροχής. Φύρδην μίγδην θα τους μαζέψουμε σε έναν σωρό, ξεκοιλιασμένους, τριμμένους, λερωμένους καναπέδες από την αστική Ελλάδα που μας έφερε εδώ.

>Για να φτάσεις στο σημείο όπου θα κάτσεις και θα σκεφτείς, θα πατήσεις πρώτα σε μια βελούδινη γέφυρα των αναστεναγμών, θα κάνεις μια ιερή πορεία μέσα από σουμιέδες και σκουριασμένα ελατήρια και θα πατήσεις με το γυμνό σου πέλμα την κληρονομιά σου από πολύτιμα υφάσματα λεκιασμένα με σπέρμα και τίλιο.

>Ξεθωριασμένα από πολλών χρόνων ελληνικό ήλιο.

>Που ό,τι ξεθώριασε, ξεθώριασε! Έτσι που πάμε, παίζεται κι αυτός για πόσο ακόμη θα παραμείνει ελληνικός.»

Ο σκηνοθέτης έκλεισε τα μάτια του σαν να τον λούζει το φως, χαμογέλασε φιλήδονα και οραματίστηκε:

«Κι όταν ψου-ψου-ψου θα διαδοθεί όλοι να στηθούν στις τηλεοράσεις τους στις εννέα το βράδυ, ούτε παρά ένα λεπτό ούτε και ένα λεπτό, εννέα νταν που όλα τα κανάλια θα παίξουν το σποτ μου συγχρονισμένα, για μία και μοναδική φορά, τότε η Ελλάδα θα μείνει με το στόμα ανοιχτό και η υφήλιος κάγκελο. Όλοι, φίλε μου, θα σκεφθούν το ίδιο πράγμα: «Αμάν, αν αρχίσει να σκέφτεται ο Έλληνας!»

Κοίταξε τον γυμνό άντρα, ενθουσιασμένος:

«Τι έχει να γίνει άμα σκεφθεί ο Έλληνας! Το σκέφτεσαι, Σάκη;»

Νοέλ Μπάξερ

***   ***   ***
ΜΠΑΜΠΟΥΣΚΙΤΣΑ

της Νοέλ Μπάξερ*


Τετάρτη, 5 Οκτωβρίου 2011

Μπαμπουσκίτσα


(Έτσι μικρές μάς φτιάχνουν σήμερα)

«Αχά!», είπα και άνοιξα την μεγάλη μπαμπούσκα κι έβγαλα από μέσα την μικρότερη. Ξεβίδωσα κι αυτή κι έβγαλα από μέσα της την ακόμα μικρότερη. Κι από αυτή την κι άλλο μικρότερη. Και στην συνέχεια, μέσα από αυτή, έβγαλα την τελευταία. Την τοσοδούλικη που δεν μικραίνει άλλο! Έστησα τις μπαμπούσκες πλάι-πλάι παραταγμένες στην σειρά καθ’ ύψος και είδα πώς ήμουν και πώς έγινα!!

Διαβάστε όλο το κείμενο:  http://nextok.blogspot.com/2011/10/blog-post_05.html

-*-*-*-*-*-*-*-*-*-
Μια αγανακτισμένη σελίδα από τετράδιο
της Νοέλ Μπάξερ



Ανέμιζε σαν φύλλο στον άνεμο. Ήταν ένα φύλλο χαρτί, μια σελίδα με γραμμές σκισμένο άτσαλα από κοινό τετράδιο. Το συγκεντρωμένο πλήθος στο Σύνταγμα φώναζε, μούντζωνε, γελούσε, γυναίκες χτυπούσαν τα καπάκια από τις κατσαρόλες τους και ένα ζευγαράκι μπροστά μου φιλιόταν με πάθος. Στην καρδιά του όχλου.
 Ετερόκλητο πλήθος σε έξαρση και εξέγερση, όλοι μαζί σαν ένα πλήθος κοιτούσαν τη Βουλή και περίμεναν από τον νεαρό άντρα μπροστά τους, ο οποίος για να φαίνεται στεκόταν μισοανεβασμένος στο οδόφραγμα στραμμένος προς αυτούς, να δώσει το επόμενο σύνθημα. Το λαχταρούσαν να πέσει αδηφάγα. Σταματούσαν για λίγο να χτυπούνε την κατσαρόλα για να κάνουν ησυχία και να το ακούσουν καλά. Να το πιάσουν στον αέρα όπως θα φύγει από το χαρτί, το φύλλο που ανέμιζε. Συμβουλευόταν εκείνος το χαρτί του ρίχνοντας μια ματιά και φώναζε ένα από τα συνθήματα με την ντουντούκα. Θαρρώ δεν ακολουθούσε την σειρά. Αντί τα πράσινα φωτάκια που χόρευαν στους τοίχους και τις κλειστές γρίλιες της Βουλής, εγώ παρακολουθούσα αυτόν.
 Όχι αυτόν. Το χαρτί που κρατούσε.


Όσο το πλήθος -εμείς- επαναλαμβάναμε σαν καλοί μαθητές την πρόταση που ήταν γραμμένη και είχε εκφωνήσει ο κύριος, εκείνος ανέμιζε το χαρτί δίνοντάς μας το τέμπο. Σαν μαέστρος κατηύθυνε την δημόσια συναυλία μας κουνώντας έντονα τα χέρια του και η σελίδα από το τετράδιο χρησίμευε σαν η σοφιστικέ μπαγκέτα του. Αν το πλήθος τα πηγαίναμε καλά, ο μαέστρος μας όλο χαμόγελα βύθιζε την προσοχή του πίσω στο χαρτί που στεκόταν ακίνητο ίσα-ίσα όσο να ψαρέψει ένα επόμενο εξίσου καλό σύνθημα.

Ήταν μια επιφανής σκισμένη σελίδα από τετράδιο. Όχι καμιά τυχαία, κι ας ήταν ευτελούς αξίας. Αυτή ήταν η τυχερή του τετραδίου. Η καθαρογραμμένη. Η Σταρ Σελίδα. Ενδεχομένως να ήταν η τελευταία σελίδα στο τετράδιο, εκεί που δοκιμάζουμε το στυλό αν γράφει και την έχουμε για πέταμα. Θα είχαν προηγηθεί διάφορες άτυχες σελίδες πριν από αυτήν που θα χρησιμοποιήθηκαν ως πρόχειρες, σαν γυναίκες της μίας φοράς, ερωμένες της ξεπέτας, γράφοντας και διαγράφοντας συνθήματα, έξυπνες ατάκες, χλευασμούς σε ρίμα, ομοιοκαταληξίες με το «ξουτ» και το «ουστ».


Αυτή η σελίδα τετραδίου που έβλεπα εγώ, που γνώρισα και ξετρελάθηκα μαζί της, ήταν πολυγραμμένη. Με χυδαίο στυλό. Επιπέδου περιπτέρου. Καλό ταίρι για μια σελίδα από κοινό τετράδιο. Όμως με νοικοκυρεμένα, ευανάγνωστα γράμματα και, θέλω να ελπίζω, ελεγμένη ορθογραφία. Ήταν η ωραία καθαρογραμμένη.


Η οργή του λαού είχε στάξει με λέξεις πάνω σε αυτό το χαρτί. Η σελίδα που παρακολουθούσα με επιμονή και δεν έχανα από τα μάτια μου ήταν μια δεξαμενή που γέμισε οργισμένες λέξεις με εσάνς παλιάς επανάστασης.


Κι όσο φώναζα ένα μεσαίο, θαρρώ, σύνθημα συγχρονισμένη με το ζευγαράκι μπρος μου που επιτέλους αποφάσισε και χρησιμοποίησε το στόμα του για έναν πιο ομαδικό σκοπό, σκεφτόμουν τον κάτοχο του κοινού μπλε τετραδίου σπίτι του ή σε μια γωνιά στην συνοικιακή καφετέρια, ίσως και στο Κάτω Σύνταγμα καθισμένος στην σκιά των δέντρων το πρωί να γράφει, διαγράφει, ξαναγράφει και καθαρογράφει συνθήματα. Το ένα κάτω από το άλλο, σε στοίχιση σαν τους αστυνομικούς που ήταν παραταγμένοι γύρω από την πλατεία. Κι αν αυτός ο συνειρμός λόγω του περιεχομένου της δεν είναι στην σελίδα μου αρεστός, ας πούμε πως έμοιαζαν με χρωματιστές ξυλομπογιές που τοποθέτησε κάποιο παιδάκι σε μια σελίδα χαρτί την μια ξυλομπογιά κάτω από την άλλη για να παίξει.


Ήθελα να μείνω ως το τέλος. Ήμουν περίεργη τι της επιφύλαξε το μέλλον. Ήθελα να δω τον άντρα της να την μαζεύει. Ήμουν περίεργη αν θα την δίπλωνε σαν λευκό γιορτινό τραπεζομάντιλο, με ανάλογη τιμή και αγάπη, ή σαν ένα παλιόχαρτο που έκανε τη δουλειά και θα πεταχτεί πριν μπει το ρούχο στο πλυντήριο. Μήπως έχει την τύχη της λίστας του σούπερ μάρκετ ανησυχούσα.

Ήθελα επίσης να διαπιστώσω, γιατί είχα αγωνία για τη φίλη μου, αν θα την βάλει στην τσέπη του πουκαμίσου του που ακουμπάει την καρδιά του ή στην ποταπή κωλότσεπη στο παντελόνι του. Ήθελα να δω, με άλλα λόγια, αν θα πέσει στα χαμηλά ή θα πάρει τα υψηλά διαζώματα που της αξίζουν. Κι ας μην συνηθίζεται μια απλή σελίδα τετραδίου να γυρεύει αξιώματα.


Αυτής της άξιζε, θαρρούσα.


Ήμουν περίεργη να δω αν ήξερε ο κάτοχός της ότι εκείνη την ώρα η σελίδα αυτή έγραφε Ιστορία.

Έφυγα πριν από την σελίδα δυστυχώς. Την άφησα να ανεμίζει με φόντο τη Βουλή σε ρυθμό συνθήματος και βυζαντινού Ιπποδρόμου. Σήκωσα το χέρι μου και το ανέμισα κι έτσι χαιρετηθήκαμε με την σελίδα.

Δεν πρόλαβα να φτάσω ως την γωνία και άκουσα το συγκεντρωμένο πλήθος να μου φωνάζει «ουστ!»

(Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρον. περιοδικό «Ως3», στήλη «Χώστρια», τεύχος Ιουλίου)

H Νοέλ Μπάξερ ανήκει στους πλέον περιζήτητους συγγραφείς της σύγχρονης Ελλάδας. Τα δύο μυθιστορήματά της "ΑΠΟ ΔΡΥ ΠΑΛΙΑ ΚΑΙ ΑΠΟ ΠΕΤΡΑ" και "ΤΗ ΝΥΧΤΑ ΠΟΥ ΓΥΡΙΣΕ Ο ΧΡΟΝΟΣ" αγαπήθηκαν ιδιαίτερα από το ελληνικό κοινό. Συνεργάζεται με τον εκδοτικό Οίκο ΨΥΧΟΓΙΟΣ. Πολύ σύντομα θα εκδοθεί το τρίτο της μυθιστόρημα. Το πιο πάνω κείμενο, ανήκει σε μία σειρά άρθρων που η συγγραφέας έγραψε με αφορμή την ανεργία που γιγαντώνεται στις μέρες μας.
 ΓΙΑ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ με την συγγραφέα: Noelle Barkshire : noelle@otenet.gr




-------------------------------
Καλώς τα όσπρια!
Της Νοέλ  Μπάξερ*


Νοέλ Μπάξερ
Το ψυγείο είναι από τα πρώτα οχυρά που πέφτουν ηττημένα από την επέλαση της ανεργίας. Η απομάκρυνση από το εργασιακό φρούριο σηματοδότησε την ημερομηνία λήξης αρκετών από τα ακριβά εδέσματα που θεωρούσαμε μια μικρή πολυτέλεια που δικαιούμασταν «βρε αδελφέ».

Το στομάχι μας έγινε πιο μελετηρό. Διαβάζει την τιμή στο ράφι και απομνημονεύει προσφορές προς τον καταναλωτή περισσότερο από παλιά, όταν θεωρούσε ότι ο πλούσιος γονιός του (εμείς) θα του παρείχαμε ό,τι επιθυμούσε στο πιάτο.

Επόμενο, οι διατροφικές συνήθειες θα αλλάξουν. Η σύνθεση του ψυγείου μας θα είναι από τις πρώτες αλλαγές που θα σημειώσουμε στο μπλοκάκι με τη λίστα για το σούπερ μάρκετ που πλέον θα έχει μπόλικο άγραφο χώρο και κενά περιθώρια για τις υποσυνείδητες μουντζούρες της σκέψης μας.

Αν οι μουντζούρες σας είναι επάλληλα στρογγυλά κυκλάκια, δεν είναι οι Ολυμπιακοί Κύκλοι. Ερμηνεύονται ως φακές.

Τα όσπρια θα ξαναμπούν στη ζωή και στην κατσαρόλα μας. Επιβραβευμένα με θρεπτικά παράσημα και εύσημα παραδοσιακής ελληνικής κουζίνας, θα επιστρέψουν θριαμβευτικά αφήνοντας στο τασάκι με τα κέρματα, δίπλα στην πόρτα, τα χρήματα που εξοικονομούμε επιλέγοντας όσπρια στο τραπέζι μας.

Οι σημερινές ελληνικές κουζίνες και κιτσινέτ προτείνουν φασόλια, φακές, φάβα και ρεβίθια. Άξαφνα, το ρεβίθι άφησε το παραμύθι κι από κάτω από το στρώμα που ενοχλούσε την κοιμισμένη κακομαθημένη βασιλοπούλα επιστρέφει δυναμικά στην κατσαρόλα της ξεβολεμένης νοικοκυράς που πασχίζει να επαναλάβει το θαύμα του Χριστού που χόρτασε πέντε χιλιάδες νοματαίους με πέντε καρβέλια και δυο ψάρια.

Είναι πιθανό το άσημο ρεβίθι να ξαναγίνει διατροφικός άρχοντας όπως την εποχή της Κατοχής και ο ελληνικός καφές μας στο μέλλον να φτιάχνεται ξανά από ρεβιθόζουμο. Ρετρό κατοχικές συνταγές μαγειρικής τότε θα αποκτήσουν πάλι αξία, την υπερτιμημένη αξία της αντίκας, και οι συνταγές της κατοχικής γιαγιάς θα βγουν από το παλιό συρτάρι προκαλώντας επιφωνήματα χαράς και δικαιολογημένους πανηγυρισμούς στη μαζώχτρα μητέρα μας που της γκρινιάζαμε τόσα χρόνια πως δεν πετούσε τα άχρηστα.

Η μπομπότα θα ζήσει ένδοξες στιγμές και στην μεθεπόμενη γενιά;

Απέναντι στα όσπρια τοποθετείται ο 4χ4 ηγέτης του ντουλαπιού του ανέργου, το μακαρόνι. Ευθυτενές, στρογγυλό ή πατικωμένο ως λαζάνι. Λεπτό «σαν μακαρόνι» ή χοντρό «ο χοντρός της τάξης των μακαρονιών». Στριμμένο «σαν βίδα ή ουρά από μακαρονογουρουνάκι», κοφτό για όσους βαριούνται τη ζωή τους. Χωριάτικο με αυγά, πολύχρωμο με λαχανικά, σφυρίχτρα αν το παιδάκι σας ξέρει πώς να το ρουφά, σε σχήμα κογχύλι για τους θαλασσινούς. Φιογκάκι για τα ρομαντικά κορίτσια.

Κάποιες μέρες το μακαρόνι χτυπάει τον ανταγωνιστή ρύζι κάτω από τη ζώνη, ως κριθαράκι.

Τέλος, προτεινόμενο ελληνικό οικογενειακό πιάτο της Κυριακής συνιστάται το «δεν παίρνεις τηλέφωνο τη μαμά σου να πάμε αύριο να φάμε εκεί με τα παιδιά;».

Σκέψη στο περιθώριο
Τρώγοντας άνεργα, κόβονται χοληστερίνη και τα υπόλοιπα.

H Νοέλ Μπάξερ ανήκει στους πλέον περιζήτητους συγγραφείς της σύγχρονης  Ελλάδας.   Τα δύο μυθιστορήματά της "ΑΠΟ ΔΡΥ ΠΑΛΙΑ ΚΑΙ ΑΠΟ ΠΕΤΡΑ"  και  "ΤΗ ΝΥΧΤΑ ΠΟΥ ΓΥΡΙΣΕ Ο ΧΡΟΝΟΣ" αγαπήθηκαν ιδιαίτερα από το ελληνικό κοινό.  Συνεργάζεται με τον εκδοτικό Οίκο ΨΥΧΟΓΙΟΣ.  Πολύ σύντομα θα εκδοθεί το τρίτο της μυθιστόρημα.  Το πιο πάνω κείμενο, ανήκει σε μία σειρά άρθρων που η συγγραφέας έγραψε με αφορμή την ανεργία που γιγαντώνεται στις μέρες μας.

ΓΙΑ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ με την συγγραφέα:  Noelle Barkshire noelle@otenet.gr

***   ***   ***   ***   ***   ***

ΤΑ ΠΑΛΙΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΕΧΟΥΝ ΤΗΝ ΣΚΙΑ ΜΑΣ...
Της Νοέλ Μπάξερ
Ένα παλιό φως σαν χορδή διαπερνάει ένα τραγούδι. Τσιτώνεται αυτό κι ύστερα πάλλεται. Τραγουδάει σε έναν νου, στην φουσκάλα μιας ανάμνησης. Μετά χαλαρώνει παραμένοντας σε ετοιμότητα, περιμένοντας τη νέα φωτεινή ακτίνα. Μια ακόμα καλή ανάμνηση να το φέρει μπροστά, στο φως. Το τραγούδι τούτο έχει σκιά. Τη δικιά μου. Και τη δική σας. Του οποιουδήποτε το κουβαλάει.
Τα παλιά τραγούδια είναι αγαπημένα, θαρρώ, γιατί κουβαλάνε το φορτίο του παλιού εαυτού μας. Αυτού που μας λείπει και νοσταλγούμε τρελά. Όχι μόνο σαν όψη, το σημερινό μας πρόσωπο στην καλύτερή του εκδοχή, αλλά τη νεανική ορμή, παιδική αθωότητα που δεν έχει ακόμα μαραθεί, όνειρα που φαίνονται εφικτά (τι αθωότητα!). Χωρίς να το λέει στους στίχους, μας απαριθμεί τις εναλλακτικές που είχαμε, και δεν είχαμε. Τις προοπτικές. Ακόμα, φέρει την ανάμνηση μιας αχαλίνωτης δύναμης που αποδείχθηκε στα χρόνια που ακολούθησαν πως δυστυχώς ήταν πεπερασμένη όπως όλα και χαλινωμένη όσο λίγα.
Τα παλιά τραγούδια τα αγαπάμε γι' αυτό ακριβώς: Επειδή είναι απαλλαγμένα από το σήμερα. Έχουν μουλιάσει επί μακρόν στο μαλακτικό ενός παρελθόντος όπως το θέλουμε. Όπως το νιώθουμε κι όπως με εργαλείο τη λογική το έχουμε επεξεργαστεί να είναι. Επιλέγοντας, για παράδειγμα, να ξεχνάμε ότι στα πάρτι εκτός από τα ξεμοναχιάσματα στο μπαλκόνι για ένα φιλί με γλώσσα, υπήρχε και τότε η χυλόπιτα.
Η μουσική εισαγωγή ενός τραγουδιού που είναι παλιός γνώριμος από το παρελθόν ανοίγει μια κλειστή μας πόρτα και σαν τον Χάρι Πότερ βρισκόμαστε μαγικά σε μια καλή εποχή με εύκρατο κλίμα και τριφηλή ζωή. Αλλοτινή εποχή. Σηκωνόμαστε από το παρόν μας που βουλιάξαμε και ενστικτωδώς τραβάμε προς τα κάτω την μίνι φουστίτσα να μακρύνει ή, το αντίθετο, την γυρίζουμε στη μέση για να κοντύνει, και χορεύουμε σέικ που δείχνει σήμερα μάλλον στατικός χορός.
Όσο ακούμε το τραγούδι που κάποτε αγαπήσαμε, βλέπουμε το βερμούτ πώς κάθεται βαρύ στο ποτήρι και, στην επόμενη στροφή του τραγουδιού, την διάφανη τσικουδιά στα φοιτητικά υπόγεια πόσο διάφανη υπήρξε (αντιλαμβανόμαστε, έκπληκτοι, τι εστί διαφάνεια). Πόσο είναι τα πράγματα διαυγή όταν τα διαπερνάει το φως λαμπτήρα που κρέμεται από το ταβάνι χωρίς αμπαζούρ, χωρίς περικεφαλαίες, στέμματα και επιδέσμους.

Από τις πρώτες νότες κιόλας ξέρουμε πώς νιώθαμε. Δυνατοί και ακμαίοι. Σίγουροι και ασφαλείς. Ερωτεύσιμοι. Γελαστοί. Πανίσχυροι. Εξίσου τρωτοί αλλά αδαείς. Με τον ήλιο πίσω μας κοιτάμε το παλιό αγαπημένο τραγούδι, τον λίγο χρόνο που διαρκεί, να λικνίζεται στο φως. Του ρίχνουμε την σκιά μας. Στην σκιά από το τραγούδι διαγράφεται ένας άνθρωπος. Σκύβουμε καλύτερα να τον παρατηρήσουμε, σε μια προσπάθεια να τον αναγνωρίσουμε, να δούμε αν τον ξέρουμε, μήπως ποτέ γνωριστήκαμε, σκύβει κι αυτός, το τραγούδι συνεχίζει να παίζει. Τρα-λα-λα λέμε εκεί που οι στίχοι έχουν σβηστεί. Ξάφνου, σαν μια αναλαμπή, σε μια ριπή φωτός, αναγνωρίζουμε τον άνθρωπο της σκιάς. Είμαστε εμείς. Ο καθένας μας βρίσκει τον εαυτό του. Όσο διαρκεί το τραγούδι τον κρατάμε σφιχτά, πιο σφιχτά κι από τον πιο πνιχτό εναγκαλισμό στα τοτινά μπλουζ. Στο τέλος του τραγουδιού σβήνει και χάνεται ο παρτενέρ μας, εξαφανίζεται μπροστά στα μάτια μας και απομένουμε ξανά άδειοι. Ασυντρόφευτοι. Με την απότομη λήξη τραγουδιών κατακρημνίζεται πάλι στο εκεί που ανήκει. Το τραγούδι έληξε. Έπαιξε και έχασε. Έχασε εμάς. Την σκιά του.

Μέχρι να ξεκινήσει το επόμενο παλιό, αγαπημένο τραγούδι...

Πηγή: ως3


H Νοέλ Μπάξερ ανήκει στους πλέον περιζήτητους συγγραφείς της σύγχρονης Ελλάδας. Τα δύο μυθιστορήματά της "ΑΠΟ ΔΡΥ ΠΑΛΙΑ ΚΑΙ ΑΠΟ ΠΕΤΡΑ" και "ΤΗ ΝΥΧΤΑ ΠΟΥ ΓΥΡΙΣΕ Ο ΧΡΟΝΟΣ" αγαπήθηκαν ιδιαίτερα από το ελληνικό κοινό. Συνεργάζεται με τον εκδοτικό Οίκο ΨΥΧΟΓΙΟΣ.   Πολύ σύντομα θα εκδοθεί το τρίτο της μυθιστόρημα. Το πιο πάνω κείμενο, ανήκει σε μία σειρά άρθρων που η συγγραφέας έγραψε με αφορμή την ανεργία που γιγαντώνεται στις μέρες μας.


ΓΙΑ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ με την συγγραφέα: Noelle Barkshire noelle@otenet.gr




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλώ αφήστε το σχόλιό σας, με σεβασμό στη προσωπικότητα των ατόμων και χωρίς να προκαλέσετε τους νόμους και τη Δικαιοσύνη. ΑΝΩΝΥΜΑ ΣΧΟΛΙΑ δεν δημοσιεύονται εκτός εάν το εγκρίνει η διαχειρίστρια του ιστολογίου. Εάν επιθυμείτε, επικοινωνείστε με το τηλέφωνο: 6981042435 Διαφορετικά αφήστε τα στοιχεία σας στο email: th.kontzoglou@gmail.com
Ευχαριστώ
Θεοδοσία Κοντζόγλου