Το τριτο βιβλιο της Μαίρης Κόντζογλου με καταιγιστική, απολαυστική γραφή |
«Ξαδέλφη» μου ναι, ναι. Πού να σας τα λέω τώρα; Αυτή κι αν είναι ιστορία.
Ξεκίνησα λοιπόν το απόγευμα της Κυριακής. Ωχ τι έπαθα η διαβάστρω…
Έτσι όπως διαβάζω και αργά αργά, - σαν τον ελληνικό καφέ απολαμβάνω το διάβασμα – έφθασε 12.00 τα μεσάνυχτα χωρίς να το καταλάβω. Ακόμα μια σελίδα και το κλείνω έλεγα. Και διάβαζα τη σελίδα και περνούσα στην επόμενη κλέβοντας την υπόσχεση από τον άλλο μου εαυτό για μια ακόμα και το κλείνω, άντε και μια ακόμα και το κλείνω και φτάνει η ώρα δύο τα ξημερώματααα!
- Εξετάσεις θα δώσεις; Μου λέει ο «ξάδερφος» της "ξαδέλφης". Τον κοιτάω με αίσθημα αγανάκτηση που το κρύβω κάτω από το τάχαμου τάχαμου «έχεις δίκιο έρχομαι» και λέω: «Τώρα σ’ ένα λεπτό τελειώνω. Το κλείνω…»
Πού να το κλείσω όμως; Είναι και οι Μεσημβρινοί ατελείωτοι. Κι αυτή η Μαίρη; Πως τα κατάφερε βρε παιδί μου να είναι καταιγιστική, σαρωτική, ασταμάτητη;
Σα χαλάζι από σφαίρες είναι οι λέξεις της. Οι προτάσεις της κυλάνε η μια πάνω στην άλλη και δημιουργούν συνεχώς απορίες και ερωτηματικά. Και τι θα γίνει τώρα; Και πως θα τα καταφέρει η Χάιδω, και τι γλυκό παιδάκι που είναι αυτό το ορφανό, και τι θα κάνει η στρίγκλα η μητριά, και πως θα εξηγηθεί η Βασιλική και που έπεσαν αυτά τα γκρίζα μάτια και πως θα φθάσει στην Αμερική από την Πίνδο και τι θα …. Και εκείνο το «Γιατί αγαπώ…. Γιατί αγαπώ εσάς…» σ’ εκείνη την απροσδόκητη ερωτική εξομολόγησε πως βγήκε απ΄ το στόμα της 18χρονης χωριατοπούλας;
Μη σας τα πολυλογώ, πήγε έξι η ώρα το πρωί. Οι γραμματοσειρές ξαφνικά σμίκρυναν, σαν τη μύτη της καρφίτσας, ούτε τσιμπιδάκια, ούτε οδοντογλυφίδες βαστούσαν πια τα μάτια μου. Για κοίτα τώρα που θα αναγκαστώ να βάλω τους Μεσημβρινούς στο πλάϊ και θα κοιμηθώ, σκέφτηκα δίπλα από ένα …ροχαλητό που ακόμα βουίζει στ΄ αυτιά μου.
Ξερή έπεσα. Μα πάλι, μέσα στο βιβλίο χάθηκα. Ανέβηκα στο χωριουδάκι της Πίνδου, βούλιαξα κι εγώ μέσα στο χιόνι, χάρηκα τη συντροφιά της Βασιλικής, κι ύστερα βρέθηκα ξαφνικά στη μαζί με τη Λαρώ και το Τουρκάκι που την αγάπησε στη Σμύρνη και …ώπα να και ο … «παστουρμάς» που έκανε το κορίτσι να αηδιάσει και να τρέχει… Και ο Μορφέας με πήρε μαζί με τον «παστουρμά» αλλά, ο ήλιος ανέτειλε και ξημέρωσε και το πιτσιρίκι έπρεπε να ετοιμαστεί για το σχολείο και ένα σωρό δουλειές με περίμεναν όπως κάθε «Μαίρη Παναγιωταρά»: Γραφείο, δρόμοι, αγορά, σπίτι… Μα με το «Καλημέρα», το μυαλό μου έφυγε εκεί που είχε σταματήσει το προηγούμενο βράδυ.
Κοίτα να δεις! Εδώ όλοι μιλάνε για την οικονομική κρίση, για τους τρομοκράτες που πιάστηκαν πριν τινάξουν τον κόσμο στον αέρα, για τις αυξήσεις στα μεταφορικά μέσα και στη ΔΕΗ και στα διόδια και για τις περικοπές των μισθών και των συντάξεων και για την – ποιος διάτανος τη σκέφτηκε – περαίωση, που ζητά η εφορία ακόμα κι από τους πεθαμένους, κι εμένα το μυαλό μου έφυγε πάλι, πέταξε στη Σμύρνη και στη Δυτική Μακεδονία. Άντε τώρα να κάνεις δουλειά!
Μέσα σε λίγες ώρες, διάβασα 296 σελίδες από σύνολο 682! Σε λίγες ακόμα ώρες το ολοκληρώνω. Και θα επανέλθω. Δεν σας το ...συστήνω! Έχει πολύ αγωνία και είναι τόσο καλογραμμένο που θα ξεχάσετε ότι υπάρχετε!
ΟΙ ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΟΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ - Στους ήλιους του έρωτα
Συγγραφέας: Μαίρη Κόντζογλου
Εκδοτικός Οίκος : ΛΙΒΑΝΗΣ
Σελίδες: 682