Θεατρικό σποτ
Nextok: Απολαυστικό και επίκαιρο όσο ποτέ το χρονογράφημα της Νοέλ Μπάξερ
Ο νεαρός άντρας κατέβηκε από την ράμπα για τα φορτηγά και μπήκε στη μεγάλη υποφωτισμένη αίθουσα. Τον προϋπάντησε η γύμνια του χώρου. Η αίθουσα είχε το μπετόν της, το τσιμέντο της και τίποτα άλλο. Μόνο σε μια άκρη είδε συγκεντρωμένες κάτι ξεχαρβαλωμένες πολυθρόνες και μερικούς καναπέδες με πεταμένες έξω τις σούστες τους. Νεκροταφείο βελούδινων καναπέδων από αστικά σαλονάκια τού ήρθε στο μυαλό, θυμήθηκε τη γιαγιά του και μελαγχόλησε. Δεν πέρασε καθόλου από το νου του αυτό που ήταν στην πραγματικότητα, ένα νοσοκομείο γερασμένων καναπέδων. Στον χώρο αυτό, που απόψε στα κρυφά τον χρησιμοποιούσαν για να γυρίσουν το ερασιτεχνικό ταινιάκι τους, κάποιος φρόντιζε με αγάπη παλιά έπιπλα.
Γι’ αυτήν την αποτρόπαιη γύμνια της επιλέχθηκε η αίθουσα, ως ιδανικό ντεκόρ για να λεχθούν γυμνές αλήθειες. Έτσι κακοφωτισμένη, ταίριαζε επίσης στην μαύρη ψυχική διάθεση του σκηνοθέτη και στους μισοσκότεινους σκοπούς του.
Ο άντρας προχώρησε στο βάθος της αίθουσας, χαιρέτησε το κινηματογραφικό συνεργείο μαγκωμένος και άρχισε να βγάζει τα ρούχα του. Κανείς δεν τον σταμάτησε. Έμεινε τσίτσιδος, πιο γυμνός κι από την αίθουσα (αυτή είχε τουλάχιστον τους καναπέδες της).
«Αλείψτε τον με λάδι!» παρήγγειλε ο σκηνοθέτης. «Τον θέλω να γυαλίζει σαν να έχει τρέξει χιλιόμετρα».
Έτσι είπε και μια κοπέλα που έκανε χρέη μακιγιέρ προσέτρεξε με ένα μπουκάλι ελαιόλαδο. Ξεκίνησε να απλώνει το λάδι στο σώμα του γυμνού νέου σαν να του βάζει αντιηλιακό.
«Και το πουλί;», ρώτησε. Χαχάνισε, το βρήκε αστείο.