Ο Γιάννης Σπανός είναι μια πληθωρική προσωπικότητα που αναζητά έκφραση με ποικίλους τρόπους. Το συγγραφικό του έργο περιλαμβάνει ιστορικά βιβλία, προπάντων γύρω από τον απελευθερωτικό αγώνα της Κύπρου, λογοτεχνικές μελέτες, θεατρικά, σενάρια ταινιών και εσχάτως μυθιστορήματα. Από τα ιστορικά του έργα ιδιαίτερης σημασίας και μνείας, προϊόν πολύχρονης μελέτης, το έργο του “Οι Κύπριοι εθελοντές στους εθνικούς αγώνες” (Ιωνικές εκδόσεις 2008).
Τελευταία δουλειά του το ενδιαφέρον μυθιστόρημα “Μακρύς ο δρόμος για το Μοντεβιδέο” (Ιωνικές εκδόσεις 2011).
Είχαν προηγηθεί τα μυθιστορήματα “Μάρκος Βρανάς. Ο εκδικητής της Σμύρνης” και “Η δύναμη της μοναξιάς”.
Είχαν προηγηθεί τα μυθιστορήματα “Μάρκος Βρανάς. Ο εκδικητής της Σμύρνης” και “Η δύναμη της μοναξιάς”.
Ο λόγος του πληθωρικός όπως η προσωπικότητά του, θυμίζει την πληθωρικότητα του Καζαντζάκη, η φαντασία του οργιαστική. Γεμάτη η γραφή του από μνήμες ιστορικές, από μυθολογικές αναφορές, από αναμνήσεις της αγαπημένης του γης της Καρπασίας. Οι ήρωές του αγωνιστές της ζωής, ακέραιοι, εφευρετικοί, συχνά γίνονται υπερήρωες, θυμίζοντας ανάλογους Καζαντζακικούς χαρακτήρες. Πολλά κοινά στοιχεία επισημαίνονται και στα τρία μυθιστορήματά του, θα επικεντρωθώ όμως στο τελευταίο.
Στο “Μακρύς ο δρόμος για το Μοντεβιδέο” κεντρική μορφή είναι ο Νικόλας Λιονταράς που στις αρχές του 20ου αιώνα, φεύγοντας από τη φτώχεια του μικρού του νησιού και τη φυματίωση που εξόντωσε πολλά μέλη της οικογένειάς του, καταλήγει μετανάστης στο Μοντεβιδέο της Ουρουγουάης.
Εκεί θα συναντήσει τον συγχωριανό του Αμβρόσιο. Μαζί θα ζήσουν περιπέτειες, αλλά και συχνά θα βυθίζονται στις αναμνήσεις από τη μακρινή τους πατρίδα.
Η μεγάλη όμως φιλία και ο σύνδεσμος του Νικόλα που θα κρατήσει μια ζωή θα είναι με τον Κρητικό Στάθη Καλογεράκη, καπετάνιο του πλοίου “Κρήτη”. Μαζί θα κάνουν δουλειές, θ’ αποκτήσουν και δεύτερο καράβι που θα ονομάσουν “Κύπρο” και ο Κρητικός θα βαφτίσει αργότερα και το γιο του Νικόλα. Ο Στάθης είχε πάρει μέρος στην επανάσταση του Θέρισου. Λάτρης του Βενιζέλου, τον οποίο οι δυο φίλοι θα συναντήσουν χρόνια αργότερα στη Μασσαλία, όταν το ίνδαλμά τους θα πορευόταν στο Παρίσι, να διαπραγματευτεί τα δίκαια της Ελλάδας στη συνθήκη των Σεβρών. Θα παρευρεθούν και στην υποδοχή του στην Αθήνα, αλλά θα ζήσουν και τη θλιβερή ήττα του στις εκλογές του 1920.
Κι ο έρωτας όμως δεν λείπει από τη ζωή του Νικόλα. Θα ερωτευτεί την Εβίτα Φιορά, της οποίας ο σύζυγος δολοπλόκος, εκμεταλλευτής, απατεώνας, συνδεδεμένος με τον υπόκοσμο θα γίνει για χρόνια ο κακός δαίμονας του Νικόλα, ωσότου ο Κύπριος κατορθώσει να απαλλαγεί από αυτόν.
Το βιβλίο τελειώνει το 1922, παραμονές της μεγάλης συμφοράς του Ελληνισμού με μια φράση που την προαναγγέλλει: “Το αόρατο χέρι της ιστορίας άνοιγε την αυλαία του επερχόμενου εφιάλτη”.
Όμως η ζωή και οι περιπέτειες των ηρώων του Γιάννη Σπανού, που κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη, δεν φαίνεται να είναι ο κύριος στόχος του. Μοιάζουν να είναι μονάχα ο καμβάς για να ζωγραφιστούν επάνω του μνήμες, ιστορικές αναφορές, σκηνές από τη ζωή της Κύπρου και ειδικά της Καρπασίας, στοιχεία λαογραφικά, μυθολογικά, πολιτιστικά του Ελληνισμού. Είναι εντυπωσιακός ο τρόπος που ο συγγραφέας κατορθώνει να δένει φυσιολογικά στην αφήγησή του, χωρίς να φαίνονται παρέμβλητα, τόσα στοιχεία. Να αναφέρει τους Κενταύρους, τον Ανταίο, τις Αμαζόνες, τον Οιδίποδα, τον Ξέρξη και τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, τον Διγενή Ακρίτα, ωραίες περιγραφές της φύσης του χωριού του, παραδόσεις και έθιμα, πρόσωπα που χαράσσονται και στη δική μας μνήμη. Ένα τέτοιο πρόσωπο είναι η μορφή του παππού του, του φλογερού παπα-Μιχάλη, που μόλις άρχιζε ένας ξεσηκωμός ορμούσε να ελευθερώσει την Πόλη και την Αγια- Σοφιά, για να βρει τελικά το θάνατο σ’ ένα μακεδονικό χωριό.
Δεν παραλείπονται βέβαια και αναφορές σε σύγχρονα με το μυθιστόρημα ιστορικά γεγονότα. Στην επανάσταση του Θέρισου, στη βύθιση του Τιτανικού, στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στην ιστορία της Ουρουγουάης.
Στην πλούσια και εκφραστική γλώσσα που χρησιμοποιεί, κάποτε κυπριακές λέξεις ξεπετάγονται δίνοντας μια ιδιαίτερη χροιά στο όλο ύφος: Κόξα (η μέση), βουνάρι (σωρός), στρούθος (σπουργίτι),ζαπτιές (αστυνομικός) κ. ά. Άλλοτε πάλι αβίαστα εμφανίζονται λέξεις και φράσεις ποιητικές, αφομοιωμένη ποιητική παρακαταθήκη του συγγραφέα, όπως “το λάμπασμα” (Σικελιανός), “της τύχης η καταφορά“, “θείος Ιούλιος μην” (Καβάφης). Προτάσεις σύντομες, το ασύνδετο σχήμα λόγου κυριαρχεί, προσδίδοντας ένα γοργό ρυθμό στην όλη αφήγηση.
Διαβάζοντας τα μυθιστορήματα του Γιάννη Σπανού έχεις την αίσθηση ότι καθώς τα έγραφε τα απολάμβανε πρώτα ο ίδιος. Ότι τα έγραφε για τον εαυτό του, για τη χαρά της καταγραφής και της αναπόλησης. Μαζί του όμως αυθόρμητα παρασύρεσαι και η δική σου απόλαυση δεν είναι μικρότερη καθώς περιδιαβάζεις στο λογοτεχνικό του σύμπαν.
Πηγή: anagnostria
*** *** *** *** *** ***
Σας ευχαριστούμε που μας διαβάζετε.
ΠΑΡΑΚΑΛΟΥΜΕ, αφήστε το σχόλιό σας κάτω από το κείμενο
σεβόμενοι την προσωπικότητα κάθε ατόμου.
Γράφετε μόνον στην ελληνική γλώσσα.
Μη χρησιμοποιείτε γκρίγκλις και κεφαλαία.
*** *** *** *** *** ***