«Η θάλασσα φέρνει ελπίδες, όπως ο ύπνος όνειρα», έγραφε ο Χριστόφορες Κολόμβος. Κι έτσι στάθηκε πάντα η θάλασσα για τους Έλληνες, - μοίρα κι όνειρο κι ελπίδα, κι επαλήθευση του λόγου του Μπωντλαίρ: «Ελεύθερε άνθρωπε, πάντα αγαπάς τη θάλασσα» (Homme libre, toujours tu cheris la mer)…
Η απάντησή του:
"Τούτη η λόγχη γης που σπαθίζει την Ανατολική Μεσόγειο, τούτη η αλυσίδα από βουνά, γύρω σε φτενούς κάμπους, σπρώχνει αναπότρεπτα τους Έλληνες στη θάλασσα. Λιγοστοί λαοί έχουν θηλάσει, βιώσει, αγαπήσει, παλέψει με τη θάλασσα, απ’ τη θάλασσα για τη θάλασσα, όσο οι Έλληνες.
Στις φλέβες μας κυλάει θαλασσινό νερό, στα μάτια μας καθρεφτίζονται κύματα, στο νου μας χορεύουν πόντοι και ωκεανοί.
Η ίδια λέξη «ταξίδι» - το μεσαιωνικό «ταξίδιο» - ρίζα της έχει την «τάξη» και σημαίνει «εκστρατεία».
Και ποια εκστρατεία χρειάζεται περισσότερη «τάξη» απ’ το θαλασσινό ταξίδι, όπου όλα κι όλοι πρέπει να βρίσκονται απόλυτα στη θέση τους κάθε στιγμή, για να τα βγάλουν πέρα με τα απροβλεπόμενα και τα’ απρόβλεπτα;
Ο αισχυλικός Προμηθέας καυχιέται πως αυτό επινόησε τα καράβια, τα «θαλασσοπλάνητα λινόφτερα του ναύτη αμάξια» («θαλασσόπληγκτα λινόπτερα ναυτίλων οχήματα». Και τόσους αιώνες αργότερα θα τους αντιλαλήσει ο Σεφέρης: «Το πρώτο πράγμα που έκανε ο Θεός είναι η αγάπη…/ Το πρώτο πράγμα που έκανε ο θεός είναι το μακρινό ταξίδι. Κι από τότε «η Ελλάδα ταξιδεύει, ολοένα ταξιδεύει», πλεούμενα ελληνικά και Έλληνες ναυτίλοι – οι «θαλασσινοί ταξιάρχες» - δεν σταματάνε το λάτρεμα των κοντινών και μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων», «την κυρίαρχη τέχνη κερδίζοντας / να σε υπακούει ένα καράβι».
Κι ίσα – ίσα την Ελλάδα όλη την παρομοιάζει ο Ελύτης, μ’ ένα «τρελοβάπορο», που είναι «από μαύρη πέτρα και απ’ όνειρο»…. «χρόνους μας ταξιδεύει δεν βουλιάξαμε/ χίλιους καπεταναίους τους αλλάξαμε / Κατακλυσμούς ποτέ δεν λογαριάσαμε/ μπήκαμε μέσα στα όλα και περάσαμε»…
Αλλά και ποιος ποιητής, πεζογράφος, συνθέτης μας απ’ τους αρχαιότατους ως τους νεότατους, δεν έχει ιστορήσει, υμνήσει, θρηνήσει τις χαρές, τις χάρες, και τους καημούς, τους θησαυρούς και τα βάσανα της θάλασσας και των ταξιδευτών της;
Και στη θάλασσα λούζονται ασταμάτητα η ελληνική ζωγραφική και γλυπτική – απ’ τις παμπάλαιες τοιχογραφίες της Σαντορίνης ως τον μεγαλόπρεπο Ποσειδώνα του Αρτεμισίου, απ τη θριαμβική Νίκη της Σαμοθράκης ως τα βυζαντινά μωσαϊκά και τους νεότερους θαλασσογράφους μας.
Αλλά η θάλασσα και τα ταξίδια δεν είναι μόνον τροφή, μαγεία , μυθική περιπέτεια. Είναι – πόσο καλά το ξέρουμε – και μόχθος απέραντος και παγίδα και όλεθρος…. Θαλασσαμάνα, που γίνεται μητριά και φόνισσα. Θαλασσόλουστος ο Όμηρος λέει, ωστόσο με το στόμα του Λαομέδοντα, του γιου του Αλκίνου : «Ου γαρ εγώ τι φημί / κακώτερο άλλο θαλάσσης / άνδρα γε συγχεύσαι, ει και μάλα κρατερός είη»: («Εγώ δεν ξέρω άλλο κακό, χειρότερα π’ τη θάλασσα, / μπορεί να καταλύσει τον καθένα, ακόμι κι όταν / περισσεύει η αντοχή του. Και πάμπολλοι άλλοι κατόπι του, θα θρηνήσουν για τα’ άνθρωποβόρα έργα της.
Οι «γνωστικοί» τραβιούνται μακριά της, δενονται με τη σίγουρη, ήμερη στεριά. «Πιστόν γη, άπιστον θάλασσα» γκρινιάζει ο Θαλής και ο Μένανδρος θα πει το περιβόητο: «Θάλασσα και πυρ και γυνή – κακόν τρίτο», θεωρώντας συμφορές τρία στοιχεία που είναι ωστόσο πηγές ζωής. Κι ένας γέρος ναυτικός (στο διήγημα του Καρκαβίτσα που έχει ακριβώς τίτλο «Η θάλασσα») αφήνει ευχή και κατάρα στον γιό του: «Μακριά, μακριά παιδιά μου, από τα’ άτιμο το στοιχιό. Δεν έχει πίστη, δεν έχει έλεος. Λάτρεψέ της όσο θες. Δόξασέ την – εκείνη το σκοπό της… είπες θάλασσα, είπες γυναίκα, το ίδιο κάνει».
…..
Μα περισσότερο απ’ όλα, η θάλασσα είναι για τους Έλληνες πύλη ελευθερίας και πή δύναμη. Γεννημένοι σ’ έναν «τόπο στενό» κλειστόν, όλο βουνά» αλλά περίβλεπτο και πολυπόθητο για τη θέση τους, απειλούμενοι αδιάκοπα από ντόπιους και ξένους εχθρούς, οι Έλληνες βρήκαν στη θάλασσα φυγή, καταφυγή, ελεύθερη ανάσα.
Η κραυγή των Μυρίων του Ξενοφώντα, όταν, ύστερ’ από τόσες περιπέτειες, αντικρίζουν το Εύξεινο Πόντο, «Θάλαττα, Θαλαττα», είναι η αγαλλίαση του βασανισμένου ανθρώπου που αγναντεύει επιτέλους το πιο γνώριμο του στοιχείο, και τον δρόμο προς τη σωτηρία και την ελευθερία.
Για να ξεφύγουν απ’ τη στενότητα του χώρου του πατρικού, τη «στενοχώρια» για να ξεφύγουν απ’ την τυραννία της φτώχιας, μπάρκαραν οι Έλληνες σ’ αναζήτηση πιο εύφορης γης. Για να ξεφύγουν απ’ την τυραννία πολιτικών αντιπάλων, σφετεριστών, δυναστών, ξανοίγονταν στην αδέσμευτη θάλασσα, να στήσουν αλλού τις ελεύθερης εστίες τους. Αλλά πάντα, «με την πατρίδα τους δεμένοι στα παλιά». Στις αποικίες που έσπειραν σ’ όλα τα πέρατα του κόσμου, κουβαλούσαν γλώσσα και θεούς και ήθη ελληνικά. Έτσι που, απ’ τη μικρή, τραχιά Ελλάδα, ξεπήδησαν μύριες Ελλάδες, πλούσιες πλατιές μεγάλες ή μικρές μα Ελλάδες πάντα, μεταλαμπαδεόντας τον απαρόμοιαστον πολιτισμό της ελλαδικής μήτρας, γονιμοποιώντας πλήθος κόσμων με ότι «ελληνικόν».
Αλλά κι όταν μένανε στη γη τους, οι Έλληνες απ’ τη θάλασσα αντλούσαν δύναμη κι ελευθερία. Τα πελάγη που τους τριγύριζαν έγιναν το δόρυ κι ή ασπίδα τους: πολύ νωρίς κατάλαβαν πιο είναι «μέγα το της θαλάσσης κράτος», η κυριαρχία στη θάλασσα. Με τα καράβια τους φτάνουν στις Κολχίδες και στις Τροίες, αναζητώντας «χρυσόμαλλα δέρατα».
Μετά καράβια τους, τα «ξύλινα τείχη», αμύνονται κατά των επιδρομέων Περσών και άλλων. «Εκείνος ο πόλεμος (ο μηδικός), έσωσε τότε την Ελλάδα, αναγκάσας θαλασσίους γενέσθαι στους Αθηναίους). Με τα καράβια του το Βυζάντιο φτάνει τα σύνορά τους ως τις Ηράκλειες Στήλες και αιώνες αργότερα, αφανίζεται όταν χάνει την κυριαρχία της θάλασσας…. Στη δουλωμένη από Φράγκους και Τούρκους Ελλάδα, η θάλασσα είναι το μόνο ελεύθερο «αλώνι» των Ελλήνων, το μόνο μέσο ελεύθερης επικοινωνίας κι επιβίωσης… Τα καράβια θα γίνουν το εφαλτήριο της Επανάστασης του 21, οικονομικός αιμοδότης της και πρωτομαχητής της… Τα καράβια θα πρωτοστατήσουν στους Βαλκανικούς πολέμους και στους δύο μεγάλους πολέμους που ακολούθησαν… Και τώρα και πάντα τα καράβια είναι το «μέγα πλούτος» μας, και καραβοκύρηδες και ναυτικοί έστησαν την ελληνική ναυτιλία στις κορφές του διεθνούς ανταγωνισμού.
«Η θάλασσα φέρνει ελπίδες, όπως ο ύπνος όνειρα», έγραφε ο Χριστόφορος Κολόμβος. Κι έτσι στάθηκε πάντα η θάλασσα για τους Έλληνες, - μοίρα κι όνειρο κι ελπίδα, κι επαλήθευση του λόγου του Μπωντλαίρ: «Ελεύθερε άνθρωπε, πάντα αγαπάς τη θάλασσα» (Homme libre, toujours tu cheris la mer)…
Κι όχι μόνον τη θάλασσα αλλά και τους άλλους λαούς που χάρη σ’ αυτήν προσεγγίζουμε. Οι θάλασσες δεν χωρίζουν, ενώνουν, γίνονται γέφυρες γνωριμίας, φιλίας, αλληλεγγύης με τους άλλους, που παύουν να είναι «άλλοι».
Ας σταθώ εδώ, μαζί με τον Σεφέρη: «Εδώ τελειώνουν τα έργα της θάλασσα, τα έργα της αγάπης». Κι ας ξέρουμε όλοι πως τα έργα της θάλασσας και της αγάπης τέλος δεν έχουν…"
Ζήτησα από τον Υπαρχηγό του Λιμενικού Σώματος-ΕΛ.ΑΚ. Αντιναύαρχο Θεόδωρο Φουστάνο, να μας δώσει την άποψή του για την σχέση του Λιμενικού με τους ανθρώπους της ναυτιλίας και τη θάλασσα… Καθισμένος στο γραφείο του, στον 5ο όροφο του κτηρίου της Ακτής Βασιλειάδη, με την πόρτα του πάντα ανοικτή σ’ όποιον επιθυμεί να τον συναντήσει, από τον πρώτο λιμενοφύλακα μέχρι τον ανώτατο αξιωματικό αλλά και κάθε πολίτη, ο Υπαρχηγός άνοιξε το συρτάρι του και μου έδωσε ένα φύλλο εφημερίδας.
Διαβάζω: ΤΟ ΒΗΜΑ, 20 Αυγούστου 1995. Και ακολουθεί ένα ολοσέλιδο άρθρο του Μάριου Πλωρίτη με τίτλο: «Θάλασσα – μοίρα των Ελλήνων».
Είναι η ομιλία του Δημοσιογράφου και Συγγραφέα που έγινε στις 13 Αυγούστου 1995 στο πλαίσιο των εκδηλώσεων για τα σαράντα χρόνια της Προοδευτικής Εκπολιτιστικής Ένωσης Βροντάδων Χίου. Μια ομιλία που λες και εκφωνήθηκε χθες…
- Την άποψή μου για τη θάλασσα; Τη ναυτιλία; Το Λιμενικό; Διαβάστε αυτό το άρθρο. Με εκπροσωπεί ολοκληρωτικά. Αυτή είναι η άποψή μου.
Εμμέσως πλην σαφώς, ο Αντιναύαρχος Φουστάνος, εκφράζει την άποψη ότι οι Έλληνες ανέκαθεν μεγαλουργούσαν μέσα από τη Ναυτιλία. Και Ναυτιλία χωρίς τη στήριξη του Λιμενικού Σώματος, είναι υπόθεση χαμένη. (σ.σ.: Όπως αποδεικνύεται εδώ και 18 μήνες).
Ζήτησα από τον Υπαρχηγό του Λιμενικού Σώματος-ΕΛ.ΑΚ. Αντιναύαρχο Θεόδωρο Φουστάνο, να μας δώσει την άποψή του για την σχέση του Λιμενικού με τους ανθρώπους της ναυτιλίας και τη θάλασσα… Για τη σχέση της θάλασσας με τους ανθρώπους της ναυτιλίας και το Λιμενικό Σώμα.
Η απάντησή του:
"Τούτη η λόγχη γης που σπαθίζει την Ανατολική Μεσόγειο, τούτη η αλυσίδα από βουνά, γύρω σε φτενούς κάμπους, σπρώχνει αναπότρεπτα τους Έλληνες στη θάλασσα. Λιγοστοί λαοί έχουν θηλάσει, βιώσει, αγαπήσει, παλέψει με τη θάλασσα, απ’ τη θάλασσα για τη θάλασσα, όσο οι Έλληνες.
Μιας χώρας αφρογεννημένης, και αφροτυλιγμένης όπως η Ελλάδα, η ιστορία και η καθημερινότητα της, οι πόθοι και τα πάθη της, το βιός της και η ποίησή της, η πράξη και το όραμα της, είναι πάνω απ’ όλα, η θάλασσα.
Τη νιώθουμε τροφό μας αλλά κι ερωμένη μας, γόησσα αλλά και Σειρήνα, στοργική πρόσκληση αλλά και μυστηριακή πρόκληση – τόσο οικεία και «δική» όσο και άπιαστη και άπιστη.
Στις φλέβες μας κυλάει θαλασσινό νερό, στα μάτια μας καθρεφτίζονται κύματα, στο νου μας χορεύουν πόντοι και ωκεανοί.
Όσο μακριά και να γυρίσει η μνήμη, Έλληνες και θάλασσα ταξιδεύουν ζευγαρωμένοι στους αιώνες. Η μυθολογία της Ελλάδας είναι κατάσπαρτη από θαλασσινούς θεούς… οι πιο παλιοί πολιτισμοί ήταν θαλασσόθρεφτοι… τα πρώτα έπη της, θαλασσόβρεχτα,… η Αργοναυτική και η Τρωική εκστρατεία, μεγάλα θαλασσινά εγχειρήματα… η Οδύσσεια, μια μοναδική ποντοπόρα περιπέτεια…. Ποιητές και σοφοί πιστεύουν πως ο κόσμος γεννήθηκε απ’ το νερό (Ησίοδος), πως το νερό είναι το πρώτο στοιχείο της δημιουργίας (Θαλής), το «άριστον ύδωρ» του Πίνδαρου.
Από την εποχή του Ομήρου, οι Έλληνες τραγουδάνει τον «οίνοπα πόντον»,. Την κρασάτη θάλασσα, το «ποντίων κυμάτων ανήριθμον γέλασμα», το απειράριθμο γέλιο των θαλασσινών κυμάτων. Και της δίνουν επίθετα αμέτρητα. Τη λένε αφρόεσσα, αφροστεφή, αφροκυματούσα, βαθύκολπη, βαθύρροη, ηχήεσσα (βουερή), ιχθυόεσσα, (ψαρομάνα), πολυκύμαντη, πολύφλοισβη (πολυτάραχη), κι άλλα κι άλλα…
Η Μεσόγειος ήταν πάντα «η καθ’ ημάς», η «παρ’ ημίν θάλασσα» - προπάντων το Αιγαίο, η γέφυρα με την Ασία, κατάσπαρτο από «χλωρά, μοσχοβολούντα νησιά», «ρήγισσες των παλμών και των φτερών» τους, ένα πέλαγος πλουμισμένο με πετράδια – όπως και το Ιόνιο, άλλωστε – που γεννάνε πνεύμα και ποίηση και δράμα.
Όμως για τους Έλληνες, η θάλασσα δεν ήταν και δεν είναι (μόνο) θεά απ’ τη στεριά, δεν είναι για να «κοιμάται στη γης την αγκαλιά». Είναι, προπάντων, ταξίδι – ταξίδι για επιβίωση, περιπέτεια, γνώση, κοινωνία με τον πέρα κόσμο.Η ίδια λέξη «ταξίδι» - το μεσαιωνικό «ταξίδιο» - ρίζα της έχει την «τάξη» και σημαίνει «εκστρατεία».
Και ποια εκστρατεία χρειάζεται περισσότερη «τάξη» απ’ το θαλασσινό ταξίδι, όπου όλα κι όλοι πρέπει να βρίσκονται απόλυτα στη θέση τους κάθε στιγμή, για να τα βγάλουν πέρα με τα απροβλεπόμενα και τα’ απρόβλεπτα;
Ο αισχυλικός Προμηθέας καυχιέται πως αυτό επινόησε τα καράβια, τα «θαλασσοπλάνητα λινόφτερα του ναύτη αμάξια» («θαλασσόπληγκτα λινόπτερα ναυτίλων οχήματα». Και τόσους αιώνες αργότερα θα τους αντιλαλήσει ο Σεφέρης: «Το πρώτο πράγμα που έκανε ο Θεός είναι η αγάπη…/ Το πρώτο πράγμα που έκανε ο θεός είναι το μακρινό ταξίδι. Κι από τότε «η Ελλάδα ταξιδεύει, ολοένα ταξιδεύει», πλεούμενα ελληνικά και Έλληνες ναυτίλοι – οι «θαλασσινοί ταξιάρχες» - δεν σταματάνε το λάτρεμα των κοντινών και μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων», «την κυρίαρχη τέχνη κερδίζοντας / να σε υπακούει ένα καράβι».
Κι ίσα – ίσα την Ελλάδα όλη την παρομοιάζει ο Ελύτης, μ’ ένα «τρελοβάπορο», που είναι «από μαύρη πέτρα και απ’ όνειρο»…. «χρόνους μας ταξιδεύει δεν βουλιάξαμε/ χίλιους καπεταναίους τους αλλάξαμε / Κατακλυσμούς ποτέ δεν λογαριάσαμε/ μπήκαμε μέσα στα όλα και περάσαμε»…
Αλλά και ποιος ποιητής, πεζογράφος, συνθέτης μας απ’ τους αρχαιότατους ως τους νεότατους, δεν έχει ιστορήσει, υμνήσει, θρηνήσει τις χαρές, τις χάρες, και τους καημούς, τους θησαυρούς και τα βάσανα της θάλασσας και των ταξιδευτών της;
Και στη θάλασσα λούζονται ασταμάτητα η ελληνική ζωγραφική και γλυπτική – απ’ τις παμπάλαιες τοιχογραφίες της Σαντορίνης ως τον μεγαλόπρεπο Ποσειδώνα του Αρτεμισίου, απ τη θριαμβική Νίκη της Σαμοθράκης ως τα βυζαντινά μωσαϊκά και τους νεότερους θαλασσογράφους μας.
Αλλά η θάλασσα και τα ταξίδια δεν είναι μόνον τροφή, μαγεία , μυθική περιπέτεια. Είναι – πόσο καλά το ξέρουμε – και μόχθος απέραντος και παγίδα και όλεθρος…. Θαλασσαμάνα, που γίνεται μητριά και φόνισσα. Θαλασσόλουστος ο Όμηρος λέει, ωστόσο με το στόμα του Λαομέδοντα, του γιου του Αλκίνου : «Ου γαρ εγώ τι φημί / κακώτερο άλλο θαλάσσης / άνδρα γε συγχεύσαι, ει και μάλα κρατερός είη»: («Εγώ δεν ξέρω άλλο κακό, χειρότερα π’ τη θάλασσα, / μπορεί να καταλύσει τον καθένα, ακόμι κι όταν / περισσεύει η αντοχή του. Και πάμπολλοι άλλοι κατόπι του, θα θρηνήσουν για τα’ άνθρωποβόρα έργα της.
Οι «γνωστικοί» τραβιούνται μακριά της, δενονται με τη σίγουρη, ήμερη στεριά. «Πιστόν γη, άπιστον θάλασσα» γκρινιάζει ο Θαλής και ο Μένανδρος θα πει το περιβόητο: «Θάλασσα και πυρ και γυνή – κακόν τρίτο», θεωρώντας συμφορές τρία στοιχεία που είναι ωστόσο πηγές ζωής. Κι ένας γέρος ναυτικός (στο διήγημα του Καρκαβίτσα που έχει ακριβώς τίτλο «Η θάλασσα») αφήνει ευχή και κατάρα στον γιό του: «Μακριά, μακριά παιδιά μου, από τα’ άτιμο το στοιχιό. Δεν έχει πίστη, δεν έχει έλεος. Λάτρεψέ της όσο θες. Δόξασέ την – εκείνη το σκοπό της… είπες θάλασσα, είπες γυναίκα, το ίδιο κάνει».
…..
Μα περισσότερο απ’ όλα, η θάλασσα είναι για τους Έλληνες πύλη ελευθερίας και πή δύναμη. Γεννημένοι σ’ έναν «τόπο στενό» κλειστόν, όλο βουνά» αλλά περίβλεπτο και πολυπόθητο για τη θέση τους, απειλούμενοι αδιάκοπα από ντόπιους και ξένους εχθρούς, οι Έλληνες βρήκαν στη θάλασσα φυγή, καταφυγή, ελεύθερη ανάσα.
Η κραυγή των Μυρίων του Ξενοφώντα, όταν, ύστερ’ από τόσες περιπέτειες, αντικρίζουν το Εύξεινο Πόντο, «Θάλαττα, Θαλαττα», είναι η αγαλλίαση του βασανισμένου ανθρώπου που αγναντεύει επιτέλους το πιο γνώριμο του στοιχείο, και τον δρόμο προς τη σωτηρία και την ελευθερία.
Για να ξεφύγουν απ’ τη στενότητα του χώρου του πατρικού, τη «στενοχώρια» για να ξεφύγουν απ’ την τυραννία της φτώχιας, μπάρκαραν οι Έλληνες σ’ αναζήτηση πιο εύφορης γης. Για να ξεφύγουν απ’ την τυραννία πολιτικών αντιπάλων, σφετεριστών, δυναστών, ξανοίγονταν στην αδέσμευτη θάλασσα, να στήσουν αλλού τις ελεύθερης εστίες τους. Αλλά πάντα, «με την πατρίδα τους δεμένοι στα παλιά». Στις αποικίες που έσπειραν σ’ όλα τα πέρατα του κόσμου, κουβαλούσαν γλώσσα και θεούς και ήθη ελληνικά. Έτσι που, απ’ τη μικρή, τραχιά Ελλάδα, ξεπήδησαν μύριες Ελλάδες, πλούσιες πλατιές μεγάλες ή μικρές μα Ελλάδες πάντα, μεταλαμπαδεόντας τον απαρόμοιαστον πολιτισμό της ελλαδικής μήτρας, γονιμοποιώντας πλήθος κόσμων με ότι «ελληνικόν».
Αλλά κι όταν μένανε στη γη τους, οι Έλληνες απ’ τη θάλασσα αντλούσαν δύναμη κι ελευθερία. Τα πελάγη που τους τριγύριζαν έγιναν το δόρυ κι ή ασπίδα τους: πολύ νωρίς κατάλαβαν πιο είναι «μέγα το της θαλάσσης κράτος», η κυριαρχία στη θάλασσα. Με τα καράβια τους φτάνουν στις Κολχίδες και στις Τροίες, αναζητώντας «χρυσόμαλλα δέρατα».
Μετά καράβια τους, τα «ξύλινα τείχη», αμύνονται κατά των επιδρομέων Περσών και άλλων. «Εκείνος ο πόλεμος (ο μηδικός), έσωσε τότε την Ελλάδα, αναγκάσας θαλασσίους γενέσθαι στους Αθηναίους). Με τα καράβια του το Βυζάντιο φτάνει τα σύνορά τους ως τις Ηράκλειες Στήλες και αιώνες αργότερα, αφανίζεται όταν χάνει την κυριαρχία της θάλασσας…. Στη δουλωμένη από Φράγκους και Τούρκους Ελλάδα, η θάλασσα είναι το μόνο ελεύθερο «αλώνι» των Ελλήνων, το μόνο μέσο ελεύθερης επικοινωνίας κι επιβίωσης… Τα καράβια θα γίνουν το εφαλτήριο της Επανάστασης του 21, οικονομικός αιμοδότης της και πρωτομαχητής της… Τα καράβια θα πρωτοστατήσουν στους Βαλκανικούς πολέμους και στους δύο μεγάλους πολέμους που ακολούθησαν… Και τώρα και πάντα τα καράβια είναι το «μέγα πλούτος» μας, και καραβοκύρηδες και ναυτικοί έστησαν την ελληνική ναυτιλία στις κορφές του διεθνούς ανταγωνισμού.
«Η θάλασσα φέρνει ελπίδες, όπως ο ύπνος όνειρα», έγραφε ο Χριστόφορος Κολόμβος. Κι έτσι στάθηκε πάντα η θάλασσα για τους Έλληνες, - μοίρα κι όνειρο κι ελπίδα, κι επαλήθευση του λόγου του Μπωντλαίρ: «Ελεύθερε άνθρωπε, πάντα αγαπάς τη θάλασσα» (Homme libre, toujours tu cheris la mer)…
Κι όχι μόνον τη θάλασσα αλλά και τους άλλους λαούς που χάρη σ’ αυτήν προσεγγίζουμε. Οι θάλασσες δεν χωρίζουν, ενώνουν, γίνονται γέφυρες γνωριμίας, φιλίας, αλληλεγγύης με τους άλλους, που παύουν να είναι «άλλοι».
Ας σταθώ εδώ, μαζί με τον Σεφέρη: «Εδώ τελειώνουν τα έργα της θάλασσα, τα έργα της αγάπης». Κι ας ξέρουμε όλοι πως τα έργα της θάλασσας και της αγάπης τέλος δεν έχουν…"
Ζήτησα από τον Υπαρχηγό του Λιμενικού Σώματος-ΕΛ.ΑΚ. Αντιναύαρχο Θεόδωρο Φουστάνο, να μας δώσει την άποψή του για την σχέση του Λιμενικού με τους ανθρώπους της ναυτιλίας και τη θάλασσα… Καθισμένος στο γραφείο του, στον 5ο όροφο του κτηρίου της Ακτής Βασιλειάδη, με την πόρτα του πάντα ανοικτή σ’ όποιον επιθυμεί να τον συναντήσει, από τον πρώτο λιμενοφύλακα μέχρι τον ανώτατο αξιωματικό αλλά και κάθε πολίτη, ο Υπαρχηγός άνοιξε το συρτάρι του και μου έδωσε ένα φύλλο εφημερίδας.
Διαβάζω: ΤΟ ΒΗΜΑ, 20 Αυγούστου 1995. Και ακολουθεί ένα ολοσέλιδο άρθρο του Μάριου Πλωρίτη με τίτλο: «Θάλασσα – μοίρα των Ελλήνων».
Είναι η ομιλία του Δημοσιογράφου και Συγγραφέα που έγινε στις 13 Αυγούστου 1995 στο πλαίσιο των εκδηλώσεων για τα σαράντα χρόνια της Προοδευτικής Εκπολιτιστικής Ένωσης Βροντάδων Χίου. Μια ομιλία που λες και εκφωνήθηκε χθες…
- Την άποψή μου για τη θάλασσα; Τη ναυτιλία; Το Λιμενικό; Διαβάστε αυτό το άρθρο. Με εκπροσωπεί ολοκληρωτικά. Αυτή είναι η άποψή μου.
Εμμέσως πλην σαφώς, ο Αντιναύαρχος Φουστάνος, εκφράζει την άποψη ότι οι Έλληνες ανέκαθεν μεγαλουργούσαν μέσα από τη Ναυτιλία. Και Ναυτιλία χωρίς τη στήριξη του Λιμενικού Σώματος, είναι υπόθεση χαμένη. (σ.σ.: Όπως αποδεικνύεται εδώ και 18 μήνες).
*** *** *** *** *** ***
ΠΑΡΑΚΑΛΟΥΜΕ, αφήστε το σχόλιό σας κάτω από το κείμενο
χωρίς προκλητικά / προσβλητικά σχόλια.
*** *** *** *** *** ***
AQUARELA CREPA CAFFE Λαοδικείας και Τσαλδάρη (γωνία) στη Νίκαια Τηλ: 2110.145.211
Είναι να απορεί κανείς, όταν βλέπει ότι 14 μέχρι στιγμής άτομα, έκριναν το άρθρο ως..."αστείο"....
ΑπάντησηΔιαγραφήΑναρωτιέμαι αυτοί οι 14 το διάβασαν, ολόκληρο το άρθρο;;; ή το έκριναν αστείο επειδή το πρόβαλε ο... Θ. Φουστάνος ;;;
Έλλειμμα κρίσης ;;; ή περίσσευμα εμπάθειας;;;
Ποιός άραγε ΦΟΒΑΤΑΙ τον Υπαρχηγό Λ.Σ. Θοδωρή Φουστάνο;
ΑπάντησηΔιαγραφή